πολυηχής — many toned masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυηχέα — πολυηχής many toned neut nom/voc/acc pl (epic ionic) πολυηχής many toned masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυηχεστάτης — πολυηχής many toned fem gen superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυηχέας — πολυηχής many toned masc/fem acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυηχέες — πολυηχής many toned masc/fem nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυηχέος — πολυηχής many toned masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διηχής — διηχής, ές (Α) 1. αυτός που μεταδίδει ή διαβιβάζει τον ήχο 2. ο πολύ ηχηρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι (ά) + ηχής < ήχος* (πρβλ. πολυηχής, υψηχής)] … Dictionary of Greek
ηχή — ἠχή και δωρ. τ. ἀχά, ή (Ą) 1. ήχος, θόρυβος, βοή 2. θρόισμα 3. ήχος χαρούμενου τραγουδιού 4. (στους τραγ.) κραυγή οδύνης, κραυγή θρήνου 5. έναρθρος ήχος, φωνή, φθόγγος. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι λ. ηχή (< *Fᾱχᾱ), ηχώ και το μτγν. ήχος ανάγονται πιθ. σε… … Dictionary of Greek
πολυήχητος — και δωρ. τ. πολυάχητος, ον, Α ο πολυηχής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ήχητος (< ἠχῶ), πρβλ. ευ ήχητος] … Dictionary of Greek
πολύηχος — η, ο / πολύηχος, ον, ΝΜΑ πολυηχής αρχ. θορυβώδης, πολυτάραχος («βίος... πολύηχος», Επίκτ.). επίρρ... πολυήχως Α με πολλούς ήχους, με πολυφωνία («πολυήχως ᾄδω», Αιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ηχος (< ἠχή «ήχος, θόρυβος»), πρβλ. εύ ηχος] … Dictionary of Greek