πολυηχής

πολυηχής
-ές, ΝΜΑ
1. αυτός που παράγει δυνατό ήχο («πολυηχέες πέτραι», Απολλ. Ρόδ.)
2. αυτός που παράγει ποικιλία ήχων, πολύφωνος («χοροῦ πολυηχὴς φωνή», Ανθ. Παλ.)
αρχ.
1. (για άνεμο) θορυβώδης
2. (για τραγούδι αηδονιού) αυτός που έχει ποικιλία ήχων, πολλούς κυματισμούς («ἥ τε [ἀηδὼν] θαμὰ τρωπῶσα χέει πολυήχεα φωνήν», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -ηχής (< ἠχή «ήχος, θόρυβος»), πρβλ. υψ-ηχής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πολυηχής — many toned masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυηχέα — πολυηχής many toned neut nom/voc/acc pl (epic ionic) πολυηχής many toned masc/fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυηχεστάτης — πολυηχής many toned fem gen superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυηχέας — πολυηχής many toned masc/fem acc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυηχέες — πολυηχής many toned masc/fem nom/voc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυηχέος — πολυηχής many toned masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διηχής — διηχής, ές (Α) 1. αυτός που μεταδίδει ή διαβιβάζει τον ήχο 2. ο πολύ ηχηρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι (ά) + ηχής < ήχος* (πρβλ. πολυηχής, υψηχής)] …   Dictionary of Greek

  • ηχή — ἠχή και δωρ. τ. ἀχά, ή (Ą) 1. ήχος, θόρυβος, βοή 2. θρόισμα 3. ήχος χαρούμενου τραγουδιού 4. (στους τραγ.) κραυγή οδύνης, κραυγή θρήνου 5. έναρθρος ήχος, φωνή, φθόγγος. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι λ. ηχή (< *Fᾱχᾱ), ηχώ και το μτγν. ήχος ανάγονται πιθ. σε… …   Dictionary of Greek

  • πολυήχητος — και δωρ. τ. πολυάχητος, ον, Α ο πολυηχής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ήχητος (< ἠχῶ), πρβλ. ευ ήχητος] …   Dictionary of Greek

  • πολύηχος — η, ο / πολύηχος, ον, ΝΜΑ πολυηχής αρχ. θορυβώδης, πολυτάραχος («βίος... πολύηχος», Επίκτ.). επίρρ... πολυήχως Α με πολλούς ήχους, με πολυφωνία («πολυήχως ᾄδω», Αιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ηχος (< ἠχή «ήχος, θόρυβος»), πρβλ. εύ ηχος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”